- ανεμομάζεμα
- ανεμομάζωμα τό богатство, нажитое нечестным, незаконным путём;
§ ανεμομάζώματα διαβολοσκορπίσματα посл ≈ — чужое добро впрок нейдёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ ανεμομάζώματα διαβολοσκορπίσματα посл ≈ — чужое добро впрок нейдёт
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεμομάζωμα — ανεμομάζωμα, το και ανεμομάζεμα, το αυτό που αποχτήθηκε με παρανομίες ή ανήθικα μέσα: Ανεμομαζέματα, διαβολοσκορπίσματα (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)